1 ενσκιμπτω
οὔδει ἐνισκίμψαι καρήατα Hom. — понурить головы
(δόρυ οὔδει ἐνεσκίμφθη Hom.)
(κεραυνὸς ἐνέσκιμψε μόρον Pind.)
Древнегреческо-русский словарь > ενσκιμπτω